- ἀμφιβράγχια
- ἀμφιβράγχια, τά,A parts about the tonsils, Hp.Int.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιβράγχια — ἀμφιβράγχια, τα (Α) η περιοχή γύρω από τη βάση τής γλώσσας, τις αμυγδαλές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από τον Ιπποκράτη < ἀμφι * + βράγχια, που στον συγκεκριμένο τ. συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. βρόγχος «τραχεία» ή… … Dictionary of Greek
ἀμφιβραγχίων — ἀμφιβράγχια parts about the tonsils neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek